κυάναιγις

κυάναιγις
κῠᾰναιγις (cf. μελάναιγις.)
1 with dark aegis epith. of Athene.

κυάναιγις παρθένος O. 13.70


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυάναιγις — κυάναιγις, ίδος, ἡ (Α) (επίθ. τής Παλλάδος) αυτή που φέρει φοβερή ασπίδα, κυανόχρωμη αιγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + αἰγίς (πρβλ. μελάν αιγις, πολέμ αιγις)] …   Dictionary of Greek

  • κυαναιγίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυάναιγις — she of the dark Aegis fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”